λαχανοφάγος

λαχανοφάγος
ο , η вегетарианец, -ка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "λαχανοφάγος" в других словарях:

  • λαχανοφάγος — ο, θηλ. και α αυτός που τρώγει κατ εξοχήν λαχανικά, χορτοφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1814 στον Νεόφυτο Δούκα] …   Dictionary of Greek

  • λάχανο — Κοινή ονομασία δικοτυλήδονων φυτών του γένους Brassica, της οικογένειας cruciferae. Το γένος αυτό περιλαμβάνει 50 διαφορετικά είδη που απαντούν στην Ευρώπη, στην Ασία και στην Αφρική. Η αυτοφυής μορφή του λ. απαντάται στις άκρες του Ατλαντικού,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»